- λυπρώς
- λυπρῶς (Α)επίρρ. βλ. λυπρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυπρῶς — λυπρός distressful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπρός — λυπρός, ά, όν (AM) 1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος 2. ευτελής, πενιχρός αρχ. 1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος 2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός 3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός 4. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ՏԽՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0879 Chronological Sequence: Unknown date, 10c մ. λυπρῶς moleste dolenter. Իբրեւ տխուր. տխրութեամբ. տխուր դիմօք. *Յանդիման եղէց քեզ ուրախութեամբ, զուարթապէս, եւ ոչ տխրաբար. Նար. ՟Ղ՟Գ: *Եւ ոչ ինքեանք տխրաբար բերէին զվտանգսն. Բրս. գոհ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)